- ἐπολέμησε
- πολεμέωto be at waraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθυμίζω — (AM ἐνθυμίζω) μσν. νεοελλ. θυμίζω κάτι σε κάποιον, φέρνω στον νου κάποιου, υπενθυμίζω μσν. αναφέρω, κάνω λόγο αρχ. μσν. (το μέσ.) ενθυμίζομαι μτγν. και μσν. τ. τού ενθυμούμαι 1. «ενθυμιζόμενοι λογιζόμενοι» (Σούδα) 2. επιθυμώ κάτι («Ἀμισὸν… … Dictionary of Greek
ἐπολέμησ' — ἐπολέμησα , πολεμέω to be at war aor ind act 1st sg ἐπολέμησε , πολεμέω to be at war aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)